- παγοδρόμιο
- το1. ειδικό γήπεδο, με μεγάλη παγωμένη και λεία επιφάνεια που χρησιμοποιείται για παγοδρομίες2. τεχνητή αβαθής λίμνη στην οποία εκτελούνται παγοδρομίες, αφού ψυχθεί το νερό και παγώσει με τεχνητά μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παγοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.